Στην επίθεση
Το Κράτος και οι συγκυριακοί σύμμαχοί του που είχαν σχεδιάσει τη μαζική απομόνωση στο όνομα της “κοινού καλού”, την ίδια στιγμή που η κυριαρχία τους έδινε “λευκή κάρτα”, απογοητεύτηκαν. Είτε πρόκειται για περιφερειακές συνοικίες, όπου οι συγκρούσεις με την αστυνομία δεν σταμάτησαν ποτέ (με κάψιμο καμερών, μπατσο-αυτοκινήτων και θεσμικών κτιρίων), είτε για βραδινούς περιπάτους στο φεγγαρόφωτο προκαλώντας, σχεδόν παντού, την καταστροφή δεκάδων δομών τηλεπικοινωνίας, αυτές οι 55 μέρες περιοριστικών μέτρων στιγματίστηκαν από μία σχετική κατάσταση σύγκρουσης. Όχι, βέβαια, εκείνη των διαδηλώσεων που διεκδικούν μια αλλαγή που εκπορεύεται από τα πάνω, αλλά εκείνη των κινητών μικρών ομάδων που έδρασαν άμεσα χωρίς να περιμένουν τίποτε ή να ζητήσουν κάτι από οποιονδήποτε, βάζοντας στο στόχαστρο δύο βασικούς πυλώνες αυτού του κόσμου: τους μπάτσους και τους χωροφύλακες, που είναι οι εγγυητές αυτού του ανελέητου κόσμου, και τα δίκτυα δεδομένων που του επιτρέπουν να λειτουργεί σε κάθε περίπτωση ( από την τηλε-εργασία ως την τηλε-εκπαίδευση, από την τηλε-οικονομία ως την τηλε-δικαιοσύνη).
Κι ενώ γνωρίζαμε, ήδη, ότι ο κοινωνικός αγώνας δεν δέχεται καμία ανακωχή, πρέπει να σημειώσουμε πως οι εξεγερμένοι και οι επαναστάτες δεν υπέκυψαν στον εκβιασμό της ειρηνοποίησης που προτάθηκε από την εξουσία, που από τη μια πλευρά θεραπεύει με το ένα χέρι όπως αυτή θέλει (επιλέγοντας, π.χ. , ποιός πρέπει να πεθάνει και ποιός να ζήσει), ενώ, από την άλλη, καταστέλει, ακρωτηριάζει, φυλακίζει, δολοφονεί. Τώρα που τα δύο χέρια ενώνονται ξεδιάντροπα δημιουργώντας νέους μπάτσους με “άσπρες μπλούζες” καθώς και άλλα συστήματα και συσκευές ιχνηλάτησης, τώρα οι εξουσίες της αστυνομίας επεκτείνονται σε μία μυριάδα καθαρμάτων οπλισμένων με μια δήθεν συνείδηση προστασίας της υγείας του πληθυσμού (χρησιμοποιώντας ανιχνευτές ηλεκτρονικών σημάτων, όργανα θερμομετρήσεων, ελέγχοντας αποστάσεις ασφαλείας, κ.α.) , τώρα που είναι περισσότερο από ποτέ προφανές ότι η αριθμοποίηση των ζωών μας θα συνεχίσει να επεκτείνεται… αυτές οι διαφορετικές επιθέσεις και τα σαμποτάζ που γίνονται σε συνθήκες πιο δύσκολες απ’ότι στο παρελθόν, θα μπορούσαν κάτι να μας πούν. Ότι η κανονικότητα είναι η καταστροφή που παράγει όλες τις καταστροφές. Δεν πρόκειται, βέβαια, να παρακαλάμε για την επείγουσα επιστροφή της ή για μία καλογυαλισμένη αναθεώρησή της από τους “από πάνω”, αλλά να εμποδίσουμε την επιστροφή της τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, μέσα από την αυτο-οργάνωση και τη δράση.
Κοινωνική Αποστασιοποίηση
Η επιβολή αποστειρωμένων αποστάσεων ασφαλείας μεταξύ ανθρώπων στο δρόμο, στις μεταφορές, στα στρατόπεδα “μόρφωσης” και εκμετάλλευσης, είναι σε πλήρη συμφωνία με το σχέδιο επικράτησης μιάς κατάστασης εξατομικευμένων σωμάτων- υποκειμένων, όπου η μεταξύ τους διάδραση γίνεται με τηλεματικό τρόπο. Την ώρα που ο καθένας καλείται να γίνει ο διαχειριστής- εργολάβος του εαυτού του, γιατί, λοιπόν, να ρισκάρει το “άγνωστο” έξω από τον περίφημο οικογενειακό κύκλο που, όπως είναι γνωστό, συγκροτεί ένα μοντέλο φυσικής και διανοητικής υγείας; Η διαρκής φυσική αποστασιοποιήση μεταξύ των ανθρώπων θα επέτρεπε στο κοπάδι να παραμένει υγιές και παραγωγικό παρά την τρέχουσα και τις μελλοντικές επιδημίες, διευκολύνοντας την επιτήρηση, την τακτοποίηση και, στο τέλος, την απομόνωση των υπόπτων, των απείθαρχων ή των περιττών, εφόσον η μάζα των ανθρώπων γίνεται όλο και λιγότερο συμπαγής. Θα επέτρεπε, επίσης, να επιταχύνει ακόμα περισσότερο την αναδόμηση των ροών των ανθρώπινων επαφών και σχέσεων, βελτιστοποιώντας τες ακόμα περισσότερο, έτσι ώστε να μην σπαταλιούνται σε υπερβολές στην καθημερινή ζωή που είναι πολύ ανθρώπινες, αλλά, τελικά μη παραγωγικές για το σύστημα! Σε εμάς πέφτει ο κλήρος να αμφισβητήσουμε ένα τέτοιο σχέδιο που προσανατολίζεται προς έναν κόσμο πιο τακτοποιημένο και πιο ελαστικό, που τελικά θα είναι γνώστης έως και της πιο μικρής λεπτομέρειας των ανθρώπινων σχέσεων με φυσική επαφή.
Ενα τέτοιο σχέδιο που αγκαλιάζει μαζικά την κοινωνία δεν μπορεί, βέβαια, να λειτουργήσει με μονομερή τρόπο βασιζόμενο στη χρήση του γκλομπ. Και τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί σ’ ένα τέτοιο σχέδιο, όταν παρουσιάζεται μία επιδημία με χιλιάδες νεκρούς, όπου συμμετέχει το μεγαλύτερο μέρος των φοβισμένων πολιτών που προτιμούν την ασφάλεια από την ελευθερία, την ιεραρχία από τη συμμετοχή στα κοινά χωρίς ανάθεση, τη σιγουριά της εξουσίας από την αβέβαιη αυτο-οργάνωση. Ήδη η εξουσία που προπονείται καθημερινά να διαλύει κάθε εχθρική συγκέντρωση, να καταστέλλει κάθε μη ελεγχόμενη κίνηση του πλήθους, να κανονικοποιεί ασταθείς συμπεριφορές που ξεφεύγουν από την κανονικότητα, συνοδεύει το σχέδιό της με το “κρατάτε τις αποστάσεις”, με το να μένει ο καθένας κλεισμένος στο καταφύγιο μιας αόρατης σφαίρας που τον περιβάλει, πράγματα που ενέχουν τον κίνδυνο να γίνονται μία τετριμμένη διαταγή, είτε αυτή αναγγέλεται από τα drones της αστυνομίας, είτε από τα ανθρωπάκια στην οθόνη της τηλεόρασης.
Το γεγονός ότι αυτά τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης ακολουθούνται από μία συναίσθηση ενοχής ή από αντανακλαστικό υπακοής, συντηρεί, ιδίως, την αυταπάτη ότι αυτή η κοινωνία δεν είναι η πηγή της επιδημίας του covid 19, αλλά ότι θα αρκούσε μία καλή διαχείριση της κατάστασης με προσαρμογή στις καινούριες συνθήκες, έτσι ώστε όλη η φρίκη αυτού του κόσμου να συνεχίζει να διαδίδεται (σχεδόν) όπως πριν. Η γενικευμένη αποδοχή αυτής της αποστασιοποίησης υποδηλώνει μία αμυντική άσκηση εγκράτειας και αυτοπειθαρχίας- που φαίνεται, ξεκάθαρα, σε ορισμένες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις- που όχι μόνο δεν δρα ενάντια στο υπάρχον σύστημα αλλά, τουναντίον, το δυναμώνει.
Όταν, λοιπόν, η ζωή τεμαχίζεται σε ταξινομημένα κομμάτια που είναι απομονωμένα μεταξύ τους, όταν ο εσωτερικός κόσμος μας, η γλώσσα μας και η φαντασία μας είναι γειωμένα στην αναπαραγωγή ενός αιώνιου παρόντος με μόνο ορίζοντα την υφιστάμενη κυριαρχία, αυτό που απομένει, ακόμα, είναι η αποστασιοποίηση, με βίαιο τρόπο, των ατόμων μεταξύ τους αλλά και με το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον τους. Κι όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο μιάς άμορφης κοινωνικής μάζας. Αυτό φαίνεται, ξεκάθαρα, αφενός μεν με την αυξανόμενη εικονική πραγμάτωση των ανθρώπινων σχέσεων (που έχει εισβάλει βίαια στην καθημερινότητα) κι αφετέρου με τη γενικευμένη φυσική αποστασιοποίηση που συμπληρώνει αυτή τη δουλειά διαχωρισμού με την πραγματικότητα, μετασχηματίζοντας χωρίς επιστροφή ο,τι έχει απομείνει ευαίσθητο μέσα μας.
Δεδομένα
Είτε μιλώντας για χημικούς ψεκασμούς καλλιεργειών από drones ή δορυφόρους, είτε για δέντρα που θα είναι εφοδιασμένα με αισθητήρες, και για πουλιά με μικρο-τσιπς, είτε για τις έξυπνες πόλεις (smart cities) που προσπαθούν να αξιολογήσουν κάθε μεταβολή μιας κατάστασης, βρισκόμαστε, χωρίς σταματημό, μπροστά σ’ αυτήν την οικονομία των δεδομένων που ποσοτικοποιούν τον κόσμο, μειώνοντάς τον σε μια αλληλουχία αριθμών που ξερνάνε οι υπολογιστές (σε λίγο, μάλιστα, κβαντοποιημένοι), αλλά, επίσης, μπροστά σε μαθηματικές αφαιρέσεις που επιτρέπουν στην εξουσία να λέει και να κάνει ότι θέλει. Και τι φαντάζει πιο αντικειμενικό από ένα δεδομένo, που είναι, βέβαια, κατευθυνόμενο από τις αυθαίρετες επιλογές των αρχικών στοιχείων και κριτηρίων, όπου η ερώτηση περιλαμβάνει, ήδη, την απάντηση; Η μοντελοποίηση είναι αυτό, ακριβώς, που επιτρέπει την ενσωμάτωση της διαχείρισης της κατάστασης από την πλευρά της εξουσίας (χωρίς ποτέ να αναρωτιέται για τις αιτίες του προβλήματος) ώστε, τελικά, να επικεντρώνεται πάνω στις συνέπειες που έχουν, ήδη σχεδιαστεί.
Ο πολλαπλασιασμός των ανιχνευτών θερμότητας μέσω drones ή θερμικών καμερών, η επιδημιολογική μοντελοποίηση (μέσω αλγορίθμων) των κοινωνικών συμπεριφορών και των ανθρώπινων σχέσεων για την καταγραφή, επιτήρηση και ιχνηλάτηση των ατόμων έχει, τελικά, σαν αποτέλεσμα την απομόνωση και την πειθάρχηση όσων αντιδρούν. Για άλλη μια φορά, εάν η επιδημία του covid-19 δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πρόσχημα για να επιταχυνθεί και να παγιωθεί μια τεχνολογική καταγραφή, αυτή η επιδημία αποτελεί την ίδια στιγμή το τέλειο όχημα για να περάσει το παιχνίδι που παίζεται: η εστίαση στον κίνδυνο ενός απρόοπτου θανάτου που παραπέμπει στη ζωή αυτή καθεαυτή, παρά στην ποιότητά της. Με αυτό τον τρόπο καταλήγουμε να κραυγάζουμε “ζήτω η ζωή” (όπως το διακηρύσσει κάθε θρησκευτικός μύστης), αντί να αναζητούμε, να ενισχύουμε και να επεκτείνουμε το σύνδεσμο ανάμεσα στη ζωή και την εξέγερση ενάντια στο υπάρχον, που είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να της δώσει νόημα.
Λυσσασμένοι
Παλιότερα, μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, τα άτομα που ήταν λυσσασμένα υπόκεινταν σε αυστηρά μέτρα απομόνωσης, επειδή θεωρούσαν ότι το κακό από το οποίο υπέφεραν ήταν πιθανό να τα μεταμορφώσει σε άγρια θηρία. Σήμερα, είναι οι λυσσασμένοι που δεν σέβονται ούτε τους περιορισμούς μετακίνησης, ούτε τα μέτρα αποστασιοποίησης που επαναλαμβάνονται συνεχώς μονότονα (τρία πρόστιμα και πιθανή ποινή φυλάκισης, χάρη στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επεκτάθηκε μέχρι τις 23 Ιούλη),εφόσον σκέφτονται ότι το κακό της ανυποταγής από το οποίο πάσχουν αναγκάζεται να τους μεταμορφώσει σε εξημερωμένες υπάρξεις. Αλλά είναι σαν να ξεχνάμε λίγο γρήγορα ότι η εξέγερση μπορεί να ξεσπάσει στην καρδιά αυτών των “κακόφημων” χώρων, όπως στην Υζέρς(περιοχή Κορέζ) τον τελευταίο Μάρτη, όπου 200 φυλακισμένοι κατέστρεψαν και μετά έκαψαν περίπου 300 κελιά.
Σ’ αυτήν τη μεγάλη υπαίθρια κοινωνική φυλακή που ζούμε, το τωρινό εργαστήριο “απο-περιορισμού’’ δεν σημαίνει τίποτε λιγότερο από μια προσπάθεια να στενέψουν τα κάγκελα των κελιών όπου προσπαθούμε να επιβιώσουμε, κι όπου η φυλακή θα ‘ναι, συγχρόνως, το τυφλό σημείο και ο παροξυσμός (σαν τιμωρία και σαν απειλή).
Το να τις καταστρέψουμε όλες είναι, λοιπόν, όχι μόνο μία αναγκαιότητα για να πάμε μπροστά προς το άγνωστο μιας υπερβάλλουσας πρακτικής για ελευθερία, αλλά, επίσης, είναι ένα άλμα στην καθημερινή ζωή μας, είτε αυτές αποτελούνται από τείχη μπετόν με ενισχυμένους πύργους παρακολούθησης, είτε από υπόγεια καλώδια, είτε από εθελούσια σκλαβιά.
Ιός
Εάν το φρενάρισμα της διάδοσης του covid-19 σε μία συλλογική κλίμακα είναι πράγματι αυτό που απασχολεί τους εγκέφαλους του κινήματος, μπορεί, πράγματι, να σκεφτεί κανείς ότι πολλαπλασιάζοντας τις μικρές ατομικές χειρονομίες της αποστασιοποίησης, του φορέματος μάσκας, κ.α., ότι κάτι τέτοιο θα αλλάξει τα δεδομένα, σαν να αυτοδιαχειριζόμαστε τη δόση μιας ραδιενέργειας σε μολυσμένη περιοχή, συνεχίζοντας να καταναλώνουμε και να παράγουμε; Δεν είναι άραγε πασιφανές ότι οι οικονομικές επιταγές τα καθιστούν μάταια σε ένα γενικό επίπεδο κι ότι είναι το ίδιο πράγμα σαν να προσπαθούμε να διαχωρίζουμε τα σκουπίδια για να σωθεί ο πλανήτης; Αντί, λοιπόν, να συμπεριφερόμαστε σαν υπεύθυνοι διαχειριστές της καταστροφής, γιατί να μην προσπαθήσουμε να ξεριζώσουμε τις βασικές εστίες μόλυνσης (που είναι γνωστές σε όλους), όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες, τα Α.Τ., τα σχολεία, τα εργοστάσια και οι αποθήκες; Επιπλέον μια θεραπεία δοκιμασμένη εδώ και αιώνες ενάντια στους ιούς είναι κι αυτή γνωστή: η φωτιά. Βέβαια, αυτό θα ‘χε το ρίσκο να προκαλέσει μια ολόκληρη σειρά άλλων προβλημάτων σ’ ένα κόσμο που μας έκανε παντελώς εξαρτημένους, αλλά, διάολε, πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε στο κάτω κάτω της γραφής : να προσπαθήσουμε να φρενάρουμε τον ιό ζητώντας από το Κράτος περισσότερα μέσα για τα νοσοκομεία και την έρευνα, όπως και για την αυστηρή ιχνηλάτηση των μολυσμένων ανθρώπων, ή να ασχοληθούμε εμείς οι ίδιοι αφανίζοντας την κοινωνική και οικονομική οργάνωση που το ευνοεί και το εξαπλώνει; Αν θέλουμε, βέβαια, να σώσουμε οτιδήποτε.
[Avis de tempêtes, τεύχος 29, Ιούνιος 2020]